- καράκαλλον
- καράκαλλον, τό, eine Kappe, caracalla, cuculla
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καράκαλλον — καράκαλλον, τὸ και καρακάλλα, ἡ (Α) 1. είδος κοντού ρωμαϊκού ενδύματος με κουκούλα, το οποίο κάλυπτε τον κορμό ώς τη μέση τών μηρών, καπότα, κάπα 2. είδος κοντού επενδύτη που φορούσαν οι Γαλάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caracalla. Τόσο η λ. όσο και το … Dictionary of Greek
καράκαλλον — hood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρακάλλου — καράκαλλον hood neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρακάλλῳ — καράκαλλον hood neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρακάλλα — η βλ. καράκαλλον … Dictionary of Greek
καρακάλλιον — καρακάλλιον, τὸ (Α) πάπ. υποκορ. τού καράκαλλον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράκαλλ ον + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. καλάθ ιον, τραπέζ ιον] … Dictionary of Greek
λαμπροκάρκαλλον — λαμπροκάρκαλλον, τὸ (Μ) πολυτελές φόρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + κάρκαλλο < καράκαλλον «είδος ενδύματος»] … Dictionary of Greek
χαρχάλι — το, Ν 1. λειρί πετεινού 2. περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χαρχάλι, με αρχική σημ. «λειρί πετεινού», κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τον τ. καρακάλλιον, υποκορ. τού καράκαλλον* «είδος κοντού ενδύματος με κουκούλα», ενώ, κατ άλλη άποψη, από τη λ.… … Dictionary of Greek